- χειάν
- χειά̱ν , χειάholefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κιμονό — (kimono). Παραδοσιακό, εξωτερικό ιαπωνικό ένδυμα. Η καταγωγή της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα, οπότε σήμαινε γενικά την ενδυμασία. Το κ. με τη γνωστή του μορφή αποτέλεσε βασικό ένδυμα για τους άνδρες για τις γυναίκες κατά την περίοδο Χεϊάν (794 … Dictionary of Greek
Ουνκέι — (Unkei, 1153 – περ. 1224). Ιάπωνας γλύπτης. Ήταν μάλλον γιος, οπωσδήποτε όμως μαθητής, του «μπούσι» –ή γλύπτη βουδιστικών μορφών– Κοκέι. Ζώντας σε μια μεταβατική ιστορική και καλλιτεχνική εποχή της ιαπωνικής ζωής, ο Ο. επέφερε μια σχηματοποίηση… … Dictionary of Greek
βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… … Dictionary of Greek
ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ … Dictionary of Greek
Μουρασάκι, Σικίμπου — (978; – 1016). Γιαπωνέζα συγγραφέας. Έζησε στο περιβάλλον της αυλής του Κιότο και για μερικά χρόνια υπήρξε κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ακίκο. Γύρω στο 1010 έγραψε την Ιστορία του Ηγεμόνα Γκεντζί, μεγάλο μυθιστόρημα σε 54 κεφάλαια, που… … Dictionary of Greek
τραχεῖαν — τρᾱχεῖαν , τραχύς jagged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)